Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θύπτης — θύπτης, ὁ (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «ό τυρός» 2. λέξη σε μαθητικά τετράδια, συμβολική ειδωλολατρικών μυστηρίων … Dictionary of Greek
χθύπτης — ὁ, Α είδος τυριού, θύπτης* … Dictionary of Greek